Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γραμματόσημο

  • 1 γραμματόσημο

    [грамматосимо] ουσ. о. почтовая марка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γραμματόσημο

  • 2 марка

    марка ж 1) το χαρτόσημο (гербовая) το γραμματόσημο (почтовая) 2) (фабричная) το σήμα, η μάρκα· \марка вина η μάρκα του κρασιού 3) (денежная единица) το μάρκο
    * * *
    ж
    1) το χαρτόσημο ( гербовая); το γραμματόσημο ( почтовая)
    2) ( фабричная) το σήμα, η μάρκα

    ма́рка вина́ — η μάρκα του κρασιού

    3) ( денежная единица) το μάρκο

    Русско-греческий словарь > марка

  • 3 марка

    το σήμα, το έμβλημα, η μάρκα, το ένσημο
    грузовая мор. - η γραμμή φόρτωσης (του πλοίου)
    -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марка

  • 4 гасить

    гасить σβήνω \гасить свет σβήνω το φως ◇ \гасить почто вую марку σφραγίζω γραμμα τόσημο
    * * *

    гаси́ть свет σβήνω — το φως

    ••

    гаси́ть почто́вую ма́рку — σφραγίζω γραμματόσημο

    Русско-греческий словарь > гасить

  • 5 почтить

    почтить εκτιμώ· \почтить (чью-л. память) вставанием εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία почтовый ταχυδρομικός*\почтитьая марка το γραμματόσημο·\почтитьящик το γραμματοκιβώτιο
    * * *

    почти́ть (чью-л. па́мять) встава́нием — εκτιμώ (κάποιον) με ορθοστασία

    Русско-греческий словарь > почтить

  • 6 почтовый

    почто́вая ма́рка —το γραμματόσημο

    почто́вый я́щик — το γραμματοκιβώτιο

    Русско-греческий словарь > почтовый

  • 7 гасить

    гасить
    несов прям., перен σβήνω/ тк. перен πνίγω:
    \гасить свет σβήνω τό φῶς· ◊ \гасить почтовую марку σφραγίζω γραμματόσημο· \гасить известь σβήνω ἀσβεστη· \гасить мяч спорт. ἀποκρούω τή μπάλλα.

    Русско-новогреческий словарь > гасить

  • 8 почтовый

    почтов||ый
    прил ταχυδρομικός:
    \почтовыйое отделение τό ταχυδρομικό γραφείο, τό ταχυδρομείο[ν], ἡ πόστα· \почтовый перевод τό ταχυδρομικόν Εμβασμα, ἡ ἐπιταγή· \почтовый ящик τό γραμματοκιβώτιο[ν]· \почтовыйая марка τό γραμματόσημο[ν]· \почтовыйая карточка τό ταχυδρομικόν δελτάριο, ἡ κάρτ-ποστάλ.

    Русско-новогреческий словарь > почтовый

  • 9 прилепить

    прилепить
    сов κολλώ (μετ.), κολνῶ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:
    \прилепить марку κολλώ τό γραμματόσημο[ν]· \прилепить этикетку κολλῶ ἐτικέττα \прилепиться προσκολλώμαι, κολλώ (αμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > прилепить

  • 10 марка

    [μάρκα] ουσ. θ. γραμματόσημο, χαρτόσημο

    Русско-греческий новый словарь > марка

  • 11 марка

    [μάρκα] ουσ θ γραμματόσημο, χαρτόσημο

    Русско-эллинский словарь > марка

  • 12 гасить

    гашу, гасишь, ρ.δ.μ. κυρλξ. κ. μτφ. σβήνω•

    гасить коствр, свет σβήνω τη φωτιά, το φως•

    гасить старые долги σβήνω τα παλιά χρέη•

    гасить почтовую марку σφραγίζω (ακυρώνω) γραμματόσημο. гасить известь σβήνω την ασβέστη.

    σβήνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > гасить

  • 13 марка

    θ.
    1. το ένσημο•

    почтовая марка το γραμματόσημο.

    2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).
    3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.
    εκφρ.
    высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•
    держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•
    портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•
    под -ой – με το πρόσχημα.
    θ.
    το μάρκο, νομισμ. μονάδα,
    θ. παλ.
    1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.
    2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία.

    Большой русско-греческий словарь > марка

  • 14 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 15 наклеить

    -ю, -ишь
    ρ.σ.μ. (επι)κολλώ•

    наклеить мирку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο.

    κολλώ•

    картина хорошо -лась η εικόνα καλά κόλλησε.

    Большой русско-греческий словарь > наклеить

  • 16 наслюнить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наслюнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    σαλιώνω•

    наслюнить почтовую марку σαλιώνω το γραμματόσημο.

    Большой русско-греческий словарь > наслюнить

  • 17 прилепить

    ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ•

    прилепить пластырь κολλώ έμπλαστρο•

    прилепить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο•

    прилепить воском κολλώ με κερί.

    || τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. || επιθέτω, βάζω• ράβω •. εφαρμόζω.
    (επι)κολλώ•

    пластырь -лся το έμπλαστρο κόλλησε.

    || τοποθετούμαι, κείμαι πολύ σιμά, κολλητά. || προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прилепить

См. также в других словарях:

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — το μικρό χαρτί με διάφορες παραστάσεις το οποίο επικολλούμε σε αντικείμενα που ταχυδρομούμε: Κάνω συλλογή σπάνιων γραμματοσήμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελισμός — Είναι η συλλογή γραμματοσήμων και άλλων ταχυδρομικών ενσήμων είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος. Ο φ. γεννήθηκε σχεδόν αμέσως –μετά την εμφάνιση των πρώτων γραμματοσήμων– ως συλλεκτική μανία ή ως μόδα, γρήγορα όμως προσέλαβε και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • αγομμάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με γόμμα 2. το ουδ. ως ουσ. το αγομμάριστο ασφράγιστο γραμματόσημο χωρίς γόμμα στην πίσω πλευρά. Συνήθως λέγεται έτσι το γραμματόσημο που έχει πλυθεί και έχει φύγει η γόμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό +… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό Κύπρου — Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1981 και στεγάζεται στη Λευκωσία (Αγίου Σάββα 3Β). Σκοπός του είναι να γνωρίσει στον επισκέπτη τον κόσμο του κυπριακού γραμματοσήμου και το έργο των ταχυδρομικών υπηρεσιών τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια. Στον …   Dictionary of Greek

  • Tourlitis-Leuchtturm — p4 Faros Tourlitis Südwestseite des Leuchtturms Ort: Andros …   Deutsch Wikipedia

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αερόγραμμα — το επιστολή ειδικής μορφής (όταν διπλωθεί, η εξωτερική της πλευρά αποτελεί και τον φάκελο με το γραμματόσημο), που μεταφέρεται με το αεροπορικό ταχυδρομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ –έρος + γράμμα, πρβλ. αγγλ. aerogram] …   Dictionary of Greek

  • ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»